- λάκημα
- το (AM λάκημα) [λακώ]νεοελλ.1. γλάκημα, φευγάλα, δρομαία φυγή2. μτφ. η απάρνηση φρονήματος από φόβο ή ιδιοτέλειααρχ.1. τμήμα πράγματος, το οποίο έχει αποσπαστεί από άλλο2. φρ. «ὄρους λάκημα» — ρήγμα όρους, φαράγγι.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. λακίς και πιθ. με τη λ. λάσκω].
Dictionary of Greek. 2013.